- ωοβραχής
- -ές, Αβουτηγμένος στο ασπράδι τού αβγού («ᾠοβραχὲς ἔριον», Παύλ. Αιγ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < ᾠόν «αβγό» + -βραχής (< βρέχω), πρβλ. μυρο-βραχής].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ᾠοβραχές — ᾠοβραχής soaked in white of egg masc/fem voc sg ᾠοβραχής soaked in white of egg neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βρέχω — (AM βρέχω) 1. υγραίνω, μουσκεύω κάτι με νερό ή άλλο υγρό 2. (σε γ΄ πρόσ.) πέφτει βροχή («βρέχει», «βρέχει ο ουρανός», «ἔβρεξε Κύριος χάλαζαν, βροχήν») νεοελλ. 1. ραντίζω 2. πέφτω σαν βροχή 3. (για νήπια συνήθως) βρέχομαι κατουριέμαι 4. φρ. α)… … Dictionary of Greek
ωό(ν) — το / ᾠόν, ΝΜΑ, και αιολ. τ. ὤιον και δωρ. τ. ὤεον και αργείος τ. ὤβεον και ὤFεον, Α (για τα ωοτόκα ζώα) το γονιμοποιημένο ωάριο, καθώς και το ίδιο το γέννημα τού ζώου, το αβγό νεοελλ. 1. βιολ. η εξειδικευμένη δομή που αποτελείται από το ώριμο… … Dictionary of Greek